αμήνυτος

αμήνυτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν αναγγέλθηκε με μήνυμα: Θα πάω να τον δω αμήνυτος.
2. εκείνος που δε μηνύθηκε: Τον άφησε αμήνυτο, γι' αυτό τώρα κοκορεύεται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμήνυτος — not denounced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμήνυτος — η, ο (Α ἀμήνυτος, ον) [μηνύω] 1. αυτός που δεν μηνύθηκε, δεν καταγγέλθηκε 2. αυτός που δεν προαναγγέλθηκε, που έρχεται ξαφνικά, απροειδοποίητα, δίχως να γνωστοποιήσει την άφιξή του …   Dictionary of Greek

  • ἀμήνυτον — ἀμήνυτος not denounced masc/fem acc sg ἀμήνυτος not denounced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμήνυτα — ἀμήνυτος not denounced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”